φιλομήτωρ -ορος

φιλομήτωρ -ορος
A 0-0-0-0-1=1 4 Mc 15,10
loving one’s mother; neol.

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φιλομήτωρ — ορος, ο, η, ΝΑ (στην νεοελλ. λόγιος τ.) 1. αυτός που αγαπά πολύ τη μητέρα του 2. προσωνυμία πολλών βασιλέων τής Αιγύπτου και, κυρίως, τού Πτολεμαίου ΣΤ αρχ. ως κύριο όν. Φιλομήτωρ τίτλος κωμωδίας τού Αντιφάνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + μήτωρ… …   Dictionary of Greek

  • φιλομητόριος — ὁ, Α [φιλομήτωρ, ορος] ο φιλομήτωρ …   Dictionary of Greek

  • φιλομητορία — ἡ, Α [φιλομήτωρ, ορος] η ιδιότητα τού φιλομήτορος …   Dictionary of Greek

  • φιλομητόρειος — ὁ, Α [φιλομήτωρ, ορος] μέλος δήμου που ονομάστηκε έτσι από τον Πτολεμαίο ΣΤ …   Dictionary of Greek

  • μητέρα — και μήτηρ, η (ΑΜ μήτηρ, Α δωρ. τ. μάτηρ Μ και μητρί) 1. γυναίκα που έχει γεννήσει παιδί, μάννα 2. θηλυκό ζώο που έχει γεννήσει 3. πρώτη αρχή, αφορμή, αιτία («ἀργία μήτηρ πάσης κακίας», γνωμ.) 4. επίθετο τής Γης ως μητέρας όλων τών εμψύχων και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”